τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Α
1. κόβω αποκάτω
2. αποκόπτω αποκάτω
3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.)
β) αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κείρω «κόβω τα μαλλιά»].