κατακρεουργώ

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, κατακρεουργέω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].