υπολύω
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
Α λύω
1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσε», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό
3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά
4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου
5. (μέσ. και παθ.) ὑπολύομαι
α) ελευθερώνω κάποιον κρυφά, βγάζω τα υποδήματά μου
β) μένω ξυπόλητος·γ) αφοπλίζομαι
δ) απαλλάσσομαι από υποθηκευμένες ιδιοκτησίες ή ενέχυρα.