Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
-ον, Α πλάγιοςο ελαφρώς κεκλιμένος, ο κάπως πλάγιος.