υποσημείωση

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

η / ὑποσημείωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ὑποσημειῶ / -ώνω]]
σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου
αρχ.
1. πρόσθετη σημείωση
2. υπογραφή.