υποσημείωση
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
η / ὑποσημείωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ὑποσημειῶ / -ώνω]]
σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου
αρχ.
1. πρόσθετη σημείωση
2. υπογραφή.