υποστατικό
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
Greek Monolingual
το / ὑποστατικόν, ΝΑ
νεοελλ.
αγρόκτημα
αρχ.
χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλλουν οι πρόσφατα μυημένοι, οι νέοι μύστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαοτικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ὑποστατικός.