υποστατικό
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
το / ὑποστατικόν, ΝΑ
νεοελλ.
αγρόκτημα
αρχ.
χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλλουν οι πρόσφατα μυημένοι, οι νέοι μύστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαοτικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ὑποστατικός.