υπόδεσμος

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
δέσμιος, φυλακισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεσμός.