υπόκυκλος

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα
τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].