υπόσπιλος

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σπίλους, κηλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπίλος «κηλίδα» (πρβλ. κατάσπιλος)].