υπόσπιλος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σπίλους, κηλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπίλος «κηλίδα» (πρβλ. κατάσπιλος)].