δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ον, Μὑποχρόνιος. επίρρ...ὑποχρόνως Μυπό τον περιορισμό του χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρόνος (πρβλ. σύγ-χρονος, ὑπέρ-χρονος].