υπόχρονος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
ὑποχρόνιος.
επίρρ...
ὑποχρόνως Μ
υπό τον περιορισμό του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρόνος (πρβλ. σύγ-χρονος, ὑπέρ-χρονος].