δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η / ὑψηλότης, -ητος, ΝΜΑ υψηλόςη ιδιότητα του υψηλούνεοελλ.προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα»).