Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
ὁ, Α(κωμική λ.)1. αυτός που θοά δυνατά2. όνομα βατράχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].