υψιβόας

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. αυτός που θοά δυνατά
2. όνομα βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].