υψιφαής

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ' ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ' ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι-φαής.