υψιφαής

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ' ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ' ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι-φαής.