Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
v. φάω.
see φαίνω.
φάε: Επικ. αντί ἔφαε, γʹ ενικ. προστ. του φάω.
φάε: эп. 3 л. sing. impf. (в знач. aor.) к φάω.
φάε: φαέθων usw.{pháe}See also: s. φάος.Page 2,981