φάλαγγος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. της λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)].