ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
το / φάριον, ΝΑ φᾱροςνεοελλ.(για ευζώνους) φέσιαρχ.μάλλινος κεφαλόδεσμος.