φάριο

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

το / φάριον, ΝΑ φᾱρος
νεοελλ.
(για ευζώνους) φέσι
αρχ.
μάλλινος κεφαλόδεσμος.