φέξιμο

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια του φέγγω, εκπομπή ή παροχή φωτός, φωτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεξ- του αορ. έ-φεξ-α του φέγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. χάσιμο)].