τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
η, Ν1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα»)2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»].