φακόμετρο

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται η διαθλαστική ικανότητα τών φακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacometer < φακός + μέτρο].