φαλτσάρω

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω φάλτσο
2. (κατ' επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»].