φαντήρ

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαν- του φαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].