φαρμακοβοτανική
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της φαρμακογνωσίας που περιλαμβάνει την φαρμακοσυστηματική, την φαρμακοανατομία, την φαρμακοφυσική και την φαρμακοπαθολογία και αποτελεί πλήρη βοτανική τών φαρμακευτικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + βοτανική].