φαρμακοπότης

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κάνει υπερβολική χρήση φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -πότης (< πίνω)].