φαρμακοστεγής

Greek Monolingual

-ές, Ν
(βιολ.-ιατρ.) (για οργανισμό) αυτός που εθίζεται σε ορισμένες ουσίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανθεκτικός σε αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -στέγης (< στέγη) πρβλ. υδατοστεγής].