φαρμακοσυλλέκτης

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

ο, Ν
συλλέκτης φαρμακευτικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + συλλέκτης].