Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ο, Νσυλλέκτης φαρμακευτικών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + συλλέκτης].