φασκελιά

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

και σφακελιά, η, Ν
φάσκελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].