φατριαστικός

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή.
επίρρ...
φατριαστικώς και φατριαστικά Ν
με φατριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].