ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
φείσασθαι: απαρ. αορ. αʹ του φείδομαι· φείσατο, Επικ. γʹ ενικ.