φείσασθαι

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monotonic

φείσασθαι: απαρ. αορ. αʹ του φείδομαι· φείσατο, Επικ. γʹ ενικ.