φεγγοειδής

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -ειδής].