φερετζές
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (στους Τούρκους και γενικά στους μουσουλμάνους) γυναικείο εξωτερικό ένδυμα στο πάνω μέρος του οποίου εφαρμόζεται η καλύπτρα του προσώπου
2. η ίδια η καλύπτρα του προσώπου
3. παροιμ. «όλα τά 'χει η Ζαφειρίτσα [ή η Μαριορή], ο φερετζές της λείπει» — λέγεται για εκείνους που, ενώ στερούνται τα κύρια και απαραίτητα, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε επουσιώδη και περιττά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferace, πιθ. < φορεσία /φορεσιά].