φθαστέον
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
(φθάνω) one must anticipate, Herod.Med. ap. Orib.7.8.2.
Greek (Liddell-Scott)
φθαστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φθάνω, πρέπει τις νὰ προλάβῃ, Ὀρειβάσ. 131 Matth.