φθείριος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος ψειρών που προκαλούν τη φθειρίαση του εφηβαίου, με χαρακτηριστικό το είδος Phthirius pubis, κν. μουνόψειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phthirius < φθείρ.