φθειρικός
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
German (Pape)
[Seite 1270] von Läusen, Läuse betreffend (?).
Greek (Liddell-Scott)
φθειρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθεῖρας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φθείρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα.