φθειρικός

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 1270] von Läusen, Läuse betreffend (?).

Greek (Liddell-Scott)

φθειρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθεῖρας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φθείρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα.