φιάσκο

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

το, Ν
παταγώδης αποτυχία ή πάθημα, που προκαλεί τον χλευασμό τών άλλων («έπαθε μεγάλο φιάσκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiasco «μπουκάλι» με μτφ. σημ. «αποτυχία», λ. γερμ. προέλευσης (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flaska «μπουκάλι»)].