φιδόγλωσσα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η γλώσσα του φιδιού
2. μτφ. φαρμακόγλωσσος άνθρωπος.