φαρμακόγλωσσος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
ο, θηλ. φαρμακόγλωσσα, Ν
αυτός που το στόμα του στάζει φαρμάκι, ιδιαίτερα πικρόχολος ή κακεντρεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + γλώσσα].