φιλάγγελος

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους αγγέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγγελος.