φιλεύηχος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
φιλεύηχον, fond of loud cries, Διόπαν Epigr.Gr.827.5 (Caesarea Panias).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους αρμονικούς ήχους ή τις δυνατές φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + εὔηχος.