φιλοζωία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοζωία: ἡ, ὡς τὸ φιλοψυχία, ἡ πρὸς τὴν ζωὴν ἀγάπη, ἐπὶ ταπεινῆς καὶ ἀνάνδρου ζωῆς, διὰ φιλοζωίαν Πολύβ. 15. 10, 5· διὰ τῆς συγγενοῦς φ. Διόδωρ. 2. 50· ὑπὸ τῆς φ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 19· τὸν ἔνδοξον θάνατον τῆς ἀγεννοῦς φ. ἀλλάξασθαι Διόδ. 17. 84.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόζωος (Ι)]
1. υπερβολική αγάπη για τη ζωή
2. συνεκδ. δειλία ή μαλθακότητα.