φιλόϋπνος

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

German (Pape)

[Seite 1288] = φίλυπνος, Polem. physiogn. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόϋπνος: -ον, = φίλυπνος, Ἰω. Κυριώτης ἢ Γεωμέτρης ἐν τῷ «Παραδείσῳ» 51.

Greek Monolingual

-ον, Μ
βλ. φίλυπνος.