φλογόφθαλμος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + οφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].