φοινικίδες

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
βοτ. η μοναδική οικογένεια της τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών αρεκώδη, η οποία περιλαμβάνει τους φοίνικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου». Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. palmaceae].