μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
φοινῑκικος: φοῖνιξ I] кроваво-красный, кровавый (κακά Arph.).