φοινικικος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκικος: φοῖνιξ I] кроваво-красный, кровавый (κακά Arph.).