φονῶν

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

French (Bailly abrégé)

gén. pl. de φονή et de φονός;
part. prés. de φονάω.