φονάω

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονάω Medium diacritics: φονάω Low diacritics: φονάω Capitals: ΦΟΝΑΩ
Transliteration A: phonáō Transliteration B: phonaō Transliteration C: fonao Beta Code: fona/w

English (LSJ)

Desiderative, to be athirst for blood, to be murderous, φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη S.Ph.1209 (lyr.); φονώσαισιν.. λόγχαις (Boeckh, after Sch., for φονίαισιν) Id.Ant.117 (lyr.), cf. Hp.Virg.1; ἐοικὼς φονῶντι Ael. VH2.44; τῷ ἐξ Ἄρεος φονῶντι ib.3.9; φονῶν τὸ ὄμμα Philostr. Jun.Im.9.

German (Pape)

[Seite 1298] mordgierig, blutgierig sein; Soph. Phil. 1193; Hesych. τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσθαι; ἐξ Ἄρεως Ael. V. H. 2, 44. 3, 9; ἄγριος ἰδεῖν καὶ φονῶν τὸ ὄμμα Philostr. imagg. 9 a. E.

French (Bailly abrégé)

φονῶ :
seul. prés.
aimer le carnage ou le meurtre.
Étymologie: φονή.

Russian (Dvoretsky)

φονάω: жаждать крови или смерти (φονᾷ νόος ἤδη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

φονάω: ἐφετ., φόνου ἐπιθυμῶ, ἐπιθυμῶ νὰ φονεύσω, φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη Σοφ. Φιλ. 1209· φονώσαισιν... λόγχαις (κατὰ τὸν Böckh, ἑπόμενον τῷ Σχολ., ἀντὶ φοινίαις) ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 117· ἐοικὼς φονῶντι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· τῷ ἐξ Ἄρεως φονῶντι αὐτόθι 3. 9· φονῶν τὸ ὄμμα Φιλόστρ. 874· πρβλ. Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592, Ἐτυμολ. Μέγ. 798, 10. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φονᾶν· τὸ ἐπὶ φόνῳ μαίνεσθαι» καὶ: «φονώντων· πρὸς φόνον θρασυνομένων καὶ λυσσώντων». ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε τομάω, φαρμακάω.

Greek Monotonic

φονάω: εφετικό, επιθυμώ να φονεύσω, είμαι δολοφονική φύση, σε Σοφ.· θηλ. μτχ. δοτ. πληθ. φονώσαις, στον ίδ.

Middle Liddell

φονάω,
Desiderative, to be athirst for blood, to be murderous, Soph.; part. pl. dat. fem. φονώσαις Soph.