φραγκισκανοί
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
οι, Ν
εκκλ. μοναχικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που ιδρύθηκε από τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης στις αρχές του 13ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. franciscan(s) < μσν. λατ. Franciscus «Φραγκίσκος (της Ασίζης)» + κατάλ. -an].