φρακάρω
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
Greek Monolingual
Ν
(αμτβ.)
1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους
2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου»
μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους της σκέψης μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προέλευσης].