φρικίαση

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

η / φρικίασις, -άσεως, ΝΜΑ φρικιῶ
ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα
νεοελλ.
μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας.