φρικίαση
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
η / φρικίασις, -άσεως, ΝΜΑ φρικιῶ
ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα
νεοελλ.
μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας.