φροντιστέον
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
one must take heed, E.IT468; οὐ πάνυ ἡμῖν οὕτω φ. τί ἐροῦσιν οἱ πολλοί Pl.Cri.48a: c. gen., μέχρι πόσου φ. [τῶν ἀνθρώπων] Epicur.Nat.28.6; οὐ φ. τινός Str.16.4.16.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ φροντίζω, δεῖ φροντίζειν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 468· οὐ πάνυ ἡμῖν οὕτω φρ. ὅ τι ἐροῦσιν οἱ πολλοὶ Πλάτ. Κρίτων 48Α· οὐ φρ. τινὸς Στράβ. 775.
Greek Monotonic
φροντιστέον: ρημ. επίθ. του φροντίζω, αυτό που πρέπει να λάβει φροντίδα, σε Ευρ., Πλάτ.