φρόνα

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

τὰ, Μ
φρόνηση («ἀλλὰ ἄς τοὺς πολεμήσωμεν μὲ μηχανίαν καὶ φρόνα», Χρον. Μoρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν].